πεζεστένι

πεζεστένι
το / πεζεστάνιον ΝΜ
βλ. μπεζεστένι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπεζεστένι — το (Μ μπεζεστένι και μπεζεστένιν και πεζεστάνιον και πεζεστένι) μεγάλη σκεπαστή αγορά με πολλά εμπορικά καταστήματα («κάτω στους κάμπους τους πλατιούς, κάτω στα μπεζεστένια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < όψιμο μσν. πεζεστένι < τουρκ bezesten… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”